ενοικιοστάσιο

ενοικιοστάσιο
Αναγκαστική παράταση της μίσθωσης ακινήτων, με καθορισμό του μισθώματος από το κράτος.
* * *
το
νόμος που καθορίζει τα σχετικά με τις μισθώσεις αστικών κτημάτων ζητήματα και που μπορεί να επιβάλει αναγκαστική για τον εκμισθωτή παράταση τής μισθωτικής σχέσεως και μετά τη λήξη τού καθορισμένου με τη μίσθωση χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοίκιο + -στάσιο < ίστημι (πρβλ. βουστάσιο, κλιμακοστάσιο κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενοικιοστάσιο — το η αναγκαστική παράταση της μίσθωσης και μετά τη λήξη της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”